Αξιότιμοι
κ.κ. Βουλευτές, τέως Ειδικοί Γραμματείς
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Ο
σύλλογός μας χαιρετίζει τη σημερινή πρωτοβουλία του συλλόγου των Τεχνικών και
Υγειονομικών Επιθεωρητών Εργασίας, η οποία μας δίνει τη δυνατότητα να βρεθούμε
ανάμεσά σας και να εκθέσουμε τις βασικές μας σκέψεις και προβληματισμούς για
την πορεία του συστήματος Επιθεώρησης Εργασίας στην Ελλάδα και το μέλλον του. Η
σημερινή δε παρουσία μας επισφραγίζει την άριστη συνεργασία μεταξύ των δύο
συλλόγων που ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια περίπου και αναμένεται να λάβει και
την τυπική της μορφή με τη σύσταση Ομοσπονδίας Επιθεωρητών Εργασίας.
Η Επιθεώρηση
Εργασίας είναι ένας θεσμός παγκόσμια αποδεκτός με στόχους και άξονες
λειτουργίας που προσδιορίζονται από την 81 Διεθνή Σύμβαση Εργασίας, την οποία
έχει κυρώσει και η χώρα μας με τον νόμο 3249/1955, αυξημένης τυπικής ισχύος.
Οι ρυθμίσεις
της 81 ΔΣΕ, οι οποίες εισάγουν την αρχή της ανεξαρτησίας της Επιθεώρησης
Εργασίας από κυβερνητική μεταβολή και η ελευθερία κρίσεως (άρθρο 6 της 81 ΔΣΕ),
αποτελούν τη νομική βάση των Επιθεωρήσεων Εργασίας στα κράτη-μέλη της ΕΕ τα οποία είναι και μέλη της
Διεθνούς οργάνωσης Εργασίας, που την έχουν κυρώσει.
Στο επίπεδο
της ΕΕ ιδιαίτερης σημασία αποδίδεται τα τελευταία χρόνια στην ομοιόμορφη
εφαρμογή του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου πάνω στη βάση κοινών αρχών
λειτουργίας και κριτηρίων αξιολόγησης των Επιθεωρήσεων Εργασίας.
Στην Ελλάδα, με το Ν. 2639/1998
συστάθηκε το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.), το οποίο άρχισε να λειτουργεί
από την 1/7/1999.
Η
σύσταση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, ως σύγχρονου ελεγκτικού φορέα, που
υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Εργασίας και Κοιν. Ασφάλισης, με δομή που εξασφαλίζει την οργανωτική του
αυτονομία και με διάρθρωση σε κεντρικές και περιφερειακές μονάδες, διασφαλίζει
την ύπαρξη ενιαίας πολιτικής στον έλεγχο εφαρμογής της νομοθεσίας, ενώ
συγχρόνως ικανοποιεί τις απαιτήσεις της 81 ΔΣΕ.
Για
τους λόγους αυτούς απορρίφθηκε το 1998 από την ελληνική πολιτεία η υιοθέτηση
ενός μοντέλου απλής επαναφοράς της Επιθεώρησης Εργασίας στο στενό πυρήνα του
Υπουργείου Εργασίας και Κοιν. Ασφάλισης, στερούμενης αυτονομίας και
ανεξαρτησίας, όπως επισημαίνεται στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 2639/1998.
Η
αρχή της αυτονομίας της κεντρικής αρχής εντός του Σ.ΕΠ.Ε, που θα συνεργάζεται
με τις άλλες υπηρεσίες του Υπουργείου Εργασίας, καθώς και η ανάγκη ύπαρξης ενός
ανεξάρτητου και αφοσιωμένου Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας, επιβεβαιώνεται από
την πρόσφατη Έκθεση αξιολόγησης των δομών του από το Δ.Γ.Ε (σημείο 6.4), όπου
σαφώς αναφέρεται ότι η υφιστάμενη οργανωτική του δομή αντιπροσωπεύει τα θεμέλια
πάνω στα οποία θα πρέπει να αναπτυχθεί μια πιο αποτελεσματική και σύγχρονη
Επιθεώρηση Εργασίας.
Συναφώς,
αξιολογείται και αναγνωρίζεται ότι με το πέρασμα των ετών, η Ελλάδα έχει
προοδευτικά δημιουργήσει ένα εκσυγχρονισμένο και ανεξάρτητο σύστημα επιθεώρησης
της εργασίας. Αυτό επετεύχθη με τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης Ειδικής
Γραμματείας εντός του Υπουργείου Εργασίας. Η γραμματεία είναι υπεύθυνη για την
προώθηση/επέκταση των υπηρεσιών επιθεώρησης εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της
τήρησης της εργατικής νομοθεσίας, της ανάπτυξης ενός επαγγελματικού και ικανού
σώματος επιθεώρησης, της ίδρυσης ενός τριμερούς συμβουλευτικού οργάνου σε
θέματα επιθεώρησης (σημείο 6.1α).
Κάθε
σκέψη, προσπάθεια ή σχέδιο κατάργησης του Σ.ΕΠ.Ε και κατάλυσης της αυτονομίας
του συνιστά ευθεία παραβίαση των επιταγών του διεθνούς δικαίου, καθαρή
υποβάθμιση και απαξίωση του Συστήματος Επιθεώρησης Εργασίας στην Ελλάδα, που θα
καταστήσουν νομικά και ηθικά έκθετους και υπόλογους τους υποστηρικτές και
αυτουργούς του, έναντι των διεθνών οργανισμών και της ελληνικής κοινωνίας. Το
ίδιο αποτέλεσμα θα έχει και η τυχόν συγχώνευση ή κατάργηση των κατά τόπους
υπηρεσιών ή και η λειτουργία τους στις έδρες των Περιφερειών της χώρας, η οποία
είναι ευνόητο ότι θα στερήσει από το ελεγκτικό σύστημα την αμεσότητα και την
ευρύτητα στη διενέργεια ελέγχων, αλλά και στην προσβασιμότητα των πολιτών.
Το
θέμα είναι εξαιρετικά επίκαιρο και κρίσιμο, αφού, σύμφωνα με πληροφορίες που
περιήλθαν υπόψη του Συλλόγου μας, η ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας, παρά τις
επίσημες διαψεύσεις, μελετά μεταξύ άλλων και σχέδιο κατάργησης του Σώματος και
υποβάθμισής του σε μια υποδεέστερη υπηρεσία (Γενική Διεύθυνση ή Διεύθυνση),
εντός του Υπουργείου, ενώ εξετάζεται και η συγχώνευση της Κοινωνικής και Τεχνικής
Επιθεώρησης με κατάργηση του διακριτού ρόλου των Κοινωνικών και Τεχνικών
Επιθεωρητών.
Οι
υποψίες μας επιτείνονται από το γεγονός ότι εδώ και τρεισίμισι μήνες η πολιτική
ηγεσία δεν έχει ορίσει Ειδικό Γραμματέα, προκαλώντας αδικαιολόγητο διοικητικό
κενό, το οποίο πλέον έχει κάνει εμφανή τα σημάδια του, με την έλλειψη σαφών
κατευθύνσεων, τη σύγχυση αρμοδιοτήτων, την πρόβλεψη άστοχων και πρόχειρων
ρυθμίσεων καθώς και ατελών οδηγιών που προκαλούν συχνά σύγχυση και πρακτικά
προβλήματα στο έργο των Επιθεωρητών Εργασίας, που ευτυχώς ξεπερνούν και
αυτορυθμίζουν λόγω της υψηλής υπηρεσιακής τους επάρκειας.
Επιπλέον,
ενδεικτικό των προθέσεων της πολιτικής ηγεσίας είναι και το γεγονός ότι έχουν
παγώσει, από τον Ιούλιο 2013, οι εργασίες και των πέντε επιτροπών, στις οποίες
παρείχε το Δ.Γ.Ε την τεχνογνωσία του για την αναδιοργάνωση του Σ.ΕΠ.Ε
Παράλληλα με
το ζήτημα της οργανωτικής δομής του ΣΕΠΕ εξαιρετικά σημαντικό και επίκαιρο ζήτημα
συνιστά και ο ρόλος του.
Βασικός στόχος
της Επιθεώρησης Εργασίας είναι ο έλεγχος των επιχειρήσεων σε ότι αφορά στη
συμμόρφωσή τους προς την εργατική νομοθεσία και μέσα στα πλαίσια αυτά η παροχή
πληροφοριών και τεχνικών συμβουλών σε εργαζόμενους και εργοδότες για την
καλύτερη εφαρμογή της. Ο βασικός αυτός στόχος καθίσταται πλέον σύνθετος και
κρίσιμος περισσότερο από ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, εξ αιτίας των εξελίξεων
στους τομείς των όρων εργασίας, της μετανάστευσης, της προστασίας της υγείας
και ασφάλειας των εργαζομένων καθώς και της εισαγόμενης ευελιξίας στην αγορά
εργασίας, της μισθολογικής ευελιξίας, της ευελιξίας του χρόνου εργασίας, της
ευελιξίας των συμβάσεων εργασίας.
Ας σημειωθεί
ότι ο βασικός αυτός στόχος αποτελεί και επιδίωξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η
οποία, μετά την υιοθέτηση πολλών οδηγιών στον τομέα των εργασιακών σχέσεων και στην υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων,
απαιτεί από τα κράτη - μέλη τη σωστή και ενιαία εφαρμογή τους, που θα
διαπιστώνεται μέσω ενός αξιόπιστου ελεγκτικού μηχανισμού.
Στην Ελλάδα οι
Επιθεωρητές Εργασιακών Σχέσεων ελέγχουν προληπτικά και κατασταλτικά τους όρους
αμοιβής και εργασίας, τα χρονικά όρια εργασίας, την επιδοτούμενη ανεργία, την
παράνομη απασχόληση αλλοδαπών, την εφαρμογή της αρχής της ισότητας,
ενημερώνοντας τους συμπλεκόμενους φορείς, καθώς και την τήρηση των όρων
προστασίας των ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων, όπως ανηλίκων, γυναικών σε
κατάσταση τοκετού και λοχείας κλπ. Οι Επιθεωρητές Ασφάλειας και Υγείας στην
Εργασία ελέγχουν ειδικότερα την εφαρμογή της προστατευτικής νομοθεσίας για την
υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων. Επιπλέον, όλοι οι Επιθεωρητές Εργασίας
πλέον ελέγχουν την αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία, ενώ παράλληλα ασκούν και
συμβουλευτικό ρόλο παρέχοντας οδηγίες και υποδείξεις σε κάθε επαγγελματική
κατηγορία εργαζομένων και εργοδοτών.
Από
τα παραπάνω προκύπτει ότι βασικός ρόλος
των Επιθεωρητών Εργασίας είναι διττός: αφενός εξόχως κοινωνικός, αφού με τις
ελεγκτικές και διαμεσολαβητικές παρεμβάσεις τους συμβάλλουν στην εμπέδωση της
εργασιακής ειρήνης και της κοινωνικής συνοχής, ενώ μέσω του προληπτικού και
κατασταλτικού ελέγχου της ανασφάλιστης, αδήλωτης και παράνομης εργασίας
συμμετέχουν ενεργά στην αύξηση του δημοσιονομικού αποτελέσματος της χώρας και
την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων.
Η
φυσιογνωμία του Σ.ΕΠ.Ε είναι αναγκαίο να διατηρηθεί με τα ίδια χαρακτηριστικά
και αναλογία. Οποιαδήποτε προσπάθεια υποβάθμισης ή και εξάλειψης της κοινωνικής
αποστολής του και του προληπτικού ρόλου του και η μετατροπή του σ’ ένα καθαρά
αστυνομικό όργανο της αγοράς εργασίας με μόνο τον εισφοροεισπρακτικο και
κατασταλτικό προσανατολισμό κρίνεται
τελείως άστοχη, ιδίως τη δεδομένη κοινωνική και οικονομική συγκυρία στην
Ελλάδα, καθώς θα προκαλούσε μεγάλες εντάσεις και αναταραχές στις σχέσεις των
κοινωνικών εταίρων, συνθήκες εργασιακής αναρχίας θα μπορούσε να πει κανείς, αλλά
και στις σχέσεις μεταξύ της πολιτείας και των πολιτών, αφαιρώντας έναν ακόμη
πυλώνα από το κράτος δικαίου και το κράτος πρόνοιας.
Δυστυχώς
το τελευταίο διάστημα είναι ξεκάθαρες
οι προθέσεις της πολιτικής ηγεσίας να μεταλλάξει τη φυσιογνωμία και το ρόλο του
Σώματος με την εξάλειψη τον κοινωνικού του ρόλου και τη μετατροπή του σε καθαρά
αστυνομικό όργανο της αγοράς εργασίας, με μόνο τον εισφοροεισπρακτικό και
κατασταλτικό προσανατολισμό του.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η πρόσφατη έκδοση της
με αριθμ. 27397/122/19.08.13, για την επιβολή για επιβολή κυρώσεων για ευθέως
αποδεικνυόμενες παραβάσεις «κατά δέσμια αρμοδιότητα». Κατά την άποψή μας, πέρα
από τις πρακτικές και ενδεχομένως νομικές δυσχέρειες που εμφανίζει η εν λόγω
απόφαση και έχουμε επισημάνει διεξοδικά, καίριο και διαρκές χτύπημα της
αδήλωτης και εν πολλοίς της ανασφάλιστης εργασίας μπορεί να επέλθει μόνο με την
πρόληψη και όχι την καταστολή του φαινομένου. Πρόληψη η οποία μπορεί να
επιτευχθεί μόνο με την
εντατικοποίηση και καθημερινή διενέργεια ελέγχων-παρουσία των Επιθεωρητών
Εργασίας στους χώρους εργασίας, μέτρο που επιτυγχάνεται με την ενίσχυση του
Σ.ΕΠ.Ε σε εξειδικευμένο προσωπικό, από μετατάξεις ή νέες προσλήψεις, με έμφαση
στην Περιφέρεια, όπου εμφανίζεται η μεγάλη υποστελέχωση. Ο προτεινόμενος
αριθμός των 830 θέσεων εργασίας στο Σώμα είναι επιεικώς ανεπαρκής, αφού ήδη με
τη νομοθέτηση του Ν. 3996/2011 είχε γίνει σχετική μελέτη και με τη συναίνεση
της Τρόικας είχε προβλεφθεί ως αναγκαίος αριθμός, μόνο Επιθεωρητών Εργασίας, οι
916, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται ο αριθμός και του λοιπού προσωπικού. Επιπλέον, επιβάλλεται η δημιουργία ενιαίου
ελέγχου φορέα της αγοράς εργασίας, υπό το όχημα του Σ.ΕΠ.Ε, ώστε να
επιτυγχάνεται η ομοιόμορφη αντιμετώπιση των φαινομένων της
ανασφάλιστης-αδήλωτης εργασίας και η αξιοπιστία στους ελεγκτικούς μηχανισμούς
του κράτους. Και βέβαια καθίσταται επιτακτικά αναγκαίο να επανέλθει η ρύθμιση
του άρθρου 30 του Ν. 3996/2011 για την αυθημερόν, και σε κάθε περίπτωση πριν
την πραγματοποίηση της αλλαγής, γνωστοποίηση της μεταβολής των χρονικών ορίων
εργασίας, η κατάργηση της οποία τίναξε στον αέρα κατ΄ουσία τον έλεγχο του πραγματικού χρόνου εργασίας,
αμοιβής και ασφάλισης και συνεπώς έθαψε ένα μεγάλο κομμάτι της αδήλωτης
εργασίας και της υπασφάλισης.
Τα
αποτελέσματα του παραγόμενου έργου του Σ.ΕΠ.Ε και των Επιθεωρητών Εργασίας είναι
κατά ένα μεγάλο ποσοστό άμεσα και αντικειμενικά μετρήσιμα και καταγράφονται
αναλυτικά στις Ετήσιες Εκθέσεις Πεπραγμένων, οι οποίες αφορούν στη μέτρηση της
ελεγκτικής δράσης τους και του συμφιλιωτικού ρόλου τους στις ατομικές και
συλλογικές εργατικές διαφορές. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται επίσης το είδος και
αριθμός των κυρώσεων, ποινικών και
διοικητικών, που επιβάλλονται στο πλαίσιο της κατασταλτικής λειτουργίας του. Οι
Επιθεωρητές Εργασίας έχουν τα προσόντα και λειτουργούν με αρχές ιδιωτικού
μάνατζμεντ, διεκπεραιώνουν συγκεκριμένη στοχοθεσία και ελέγχονται για την
επίτευξή της, σε μηνιαία, τριμηνιαία και ετήσια βάση. Είναι στελέχη της δημόσια
διοίκησης, χωρίς μέχρι σήμερα να τους έχει αποδοθεί από την πολιτεία διακριτή
επαγγελματική ταυτότητα καθώς και η αξία που τους αρμόζει, τόσο ηθικά όσο και
οικονομικά.
Ως
παράδειγμα της υψηλής τους ειδίκευσης, επιστημονικής κατάρτισης, καθώς στη συντριπτική τους
πλειοψηφία είναι απόφοιτοι ΑΕΙ και ΤΕΙ, με μεταπτυχιακές σπουδές, αλλά και της εργασιακής
εμπειρίας τους, πρέπει να επισημανθεί το
γεγονός ότι, μετά την κατάρρευση του συλλογικού εργατικού δικαίου με τους
μνημονιακούς νόμους οι Επιθεωρητές Εργασίας κατάφεραν ν’ αποσοβήσουν το χάος
που μετά βεβαιότητα θα προκαλούσαν οι ατελείς και πρόχειρες ρυθμίσεις και η
βιαίως εισαγόμενη ευελιξία, την οποία η πολιτεία ήταν ανέτοιμη να υποδεχτεί,
χωρίς να έχει αναπτύξει γραμμές άμυνας και να διασφαλίσουν τη διατήρηση της
εργασιακής τάξης στην αγορά εργασίας, στο μέτρο που κατάφεραν να ερμηνεύσουν
την νομοθεσία και να καλύψουν τα κενά, ακόμα και των εκδοθεισών εγκυκλίων, χωρίς
καμία υποστήριξη σε επιτελικό και κεντρικό επίπεδο.
Ο
απολογισμός δράσης του Σ.ΕΠ.Ε της τελευταίας δεκαετίας δεν μπορεί παρά να
κριθεί θετικός. Το 2012, παρά τις ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό και μέσα,
διενεργήθηκαν 57.907 έλεγχοι, επιβλήθηκαν σε παραβάτες της εργατικής νομοθεσίας
6.624 πρόστιμα, συνολικού ποσού 24.998.435€, υποβλήθηκαν 5.661 μηνύσεις και έγιναν 571 διακοπές εργασιών. Παράλληλα
οι κατά τόπον υπηρεσίες του ΣΕΠΕ μεσολάβησαν σε 21.520 εξετασθείσες εργατικές
διαφορές, μέσω των οποίων εργαζόμενοι έλαβαν χρηματικά ποσά, συνολικού ύψους
20.259.925€, που αντιστοιχούχαν στην ικανοποίηση εργατικών απαιτήσεών τους,
ανέξοδα και σε χρόνο πολύ ταχύτερο από την ενδεχόμενη προσφυγή τους στα
πολιτικά δικαστήρια.
Το
2013, τα μέχρι σήμερα στοιχεία δείχνουν όχι μόνο επίτευξη, αλλά πιθανώς και
υπέρβαση της τεθείσης στοχοθεσίας. Από 15/09/2013, ημέρα πρώτης εφαρμογής της
Υ.Α για την αδήλωτη εργασία, μέχρι και την 15/10/2013 διενεργήθηκαν 180.834 προσλήψεις, με το καθαρό ισοζύγιο
προσλήψεων,-αποχωρήσεων πάσης φύσεως να διαμορφώνεται με θετικό πρόσημο σε
39.377 εργαζόμενους, το οποίο είναι αποτέλεσμα των εκτεταμένων ελέγχων των
Επιθεωρητών Εργασίας που κατέβαλαν υπερπροσπάθεια και επέδειξαν για άλλη μια
φορά υψηλό αίσθημα υπηρεσιακής ευθύνης.
Και
όμως η πολιτεία, παρά τις διαχρονικές δεσμεύσεις και εξαγγελίες της, γυρίζει την πλάτη στους
Επιθεωρητές Εργασίας. Μέχρι σήμερα δεν τους έχει χορηγήσει τα έξοδα κίνησης,
που ανταποκρίνονται σε πραγματικές δαπάνες που πραγματοποιούν κατά την εκτέλεση
των ελεγκτικών καθηκόντων τους. Δεν παρέχει καμία ουσιαστική προστασία στα
επανειλημμένα φαινόμενα βίας και κακόβουλων ενεργειών που στρέφονται κατά των
Επιθεωρητών Εργασίας από κακόπιστους εργοδότες, ακόμα και από εργαζομένους. Τα
ηθικά χτυπήματα είναι συνεχή και επανωτά. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις
τελευταίες συνεντεύξεις της πολιτικής ηγεσίας γίνεται λόγος για «Ελεγκτές του
υπουργείου εργασίας» και όχι για «Επιθεωρητές Εργασίας του ΣΕΠΕ, ενώ είναι
γνωστό τοις πάσι ότι ο βασικός, πλήρως οργανωμένος σ’ όλην την επικράτεια, γι’
αυτό και πετυχημένος, μηχανισμός ελέγχου της αδήλωτης-ανασφάλιστης εργασίας
είναι μόνο το ΣΕΠΕ και οι Επιθεωρητές Εργασίας.
Το
χειρότερο είναι ότι ήδη Επιθεωρητές Εργασίας αντιμετωπίζουν καθαρά και σοβαρά
το φάσμα της διαθεσιμότητας. Η πολιτική ηγεσία, όχι απλώς δεν εξαίρεσε τους
Επιθεωρητές Εργασίας από τη διαθεσιμότητα και την κινητικότητα, παρά την θετική
άποψη ακόμη και της Τρόϊκας, αλλά δεν είχε το σθένος, ακόμη και τη σοβαρότητα
να υποστηρίξει την αρχική της απόφαση περί πρόσθετης μοριοδότησης των
Επιθεωρητών Εργασίας, προβαίνοντας σε ανάκλησή της, υπακούοντας, όπως
καταμαρτυρεί η πράξη, σε συντεχνιακά συμφέροντα και προσωπικές στρατηγικές.
Όλα
αυτά αποδεικνύουν ξεκάθαρα ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει αληθινή βούληση
της πολιτείας να προχωρήσει σε σοβαρή αναβάθμιση της δομής και του ρόλου του
Συστήματος Επιθεώρησης Εργασίας και των Επιθεωρητών Εργασίας στην Ελλάδα.
Προηγήθηκαν περί τα 7 σχέδια για να συνταχθεί και ψηφισθεί ο Ν. 3996/2011, με
σταδιακές εκπτώσεις στα θέματα της αυτονομίας και της αυτοτέλειάς του. Τελικά
ούτε και αυτός ο νόμος εφαρμόστηκε στην πράξη και φτάνουμε στο σημείο, δύο χρόνια
μετά, να απειλείται ακόμα και αυτή η ίδια η ύπαρξη του Σώματος, με το προσωπικό
του ΣΕΠΕ να εκτελεί τα καθήκοντα του μέσα σε ένα κλίμα αδικαιολόγητης
ανασφάλειας και αταξίας, χωρίς κανονισμό λειτουργίας και με σύγχυση
αρμοδιοτήτων.
Η
ενίσχυση του μηχανισμού προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των εργαζομένων
και ελέγχου της αγοράς εργασίας, ο οποίος στο ελληνικό πολιτειακό σύστημα
μετουσιώνεται στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας με επιτυχία, όπως αποδεικνύει η
εμπειρική και αντικειμενική αξιολόγησή του, από συστάσεώς του μέχρι σήμερα, δε
συνέχεται καθόλου με το ζήτημα της οργανωτικής διάρθρωσης και λειτουργίας του.
Η
αύξηση του παραγόμενου αποτελέσματος και της αποδοτικότητάς του συναρτάται
καθαρά και μόνο με τη σωρευτική συνδρομή των εξής παραμέτρων:
- Την
ύπαρξη και λειτουργία ενός αυτόνομου και ανεξάρτητου Σώματος Επιθεώρησης
Εργασίας, με διοικητικό υποστηρικτικό ιστό, ισχυρό τμήμα νομικής υποστήριξης
και οικονομική αυτοτέλεια που θα διασφαλίζουν την ομοιομορφία, ταχύτητα και
ευελιξία στη λήψη των αποφάσεων, στην ερμηνεία των διατάξεων και στο συντονισμό
δράσης.
-
Την ενίσχυση των υποστελεχωμένων υπηρεσιών με εξειδικευμένο προσωπικό
-
Την παροχή των αναγκαίων υλικοτεχνικών υποδομών και μέσων προστασίας
- Τη
λειτουργική αναβάθμιση των Επιθεωρητών Εργασίας που ασκούν ελεγκτικά και
συμφιλιωτικά καθήκοντα, με την απονομή του βαθμού Β΄, και τη χορήγηση
οικονομικών κινήτρων, που θα σχετίζονται μόνο με την επίτευξη της καθοριζόμενης
εκάστοτε στοχοθεσίας
- Τη
δημιουργία ενιαίου φορέα ελέγχου της αγοράς εργασίας που θα υλοποιεί ένα κοινό
στρατηγικό σχέδιο δράσης, μέσα από κοινές διαδικασίες και διατάξεις, ώστε να
διασφαλίζεται η ομοιόμορφη αντιμετώπιση όμοιων καταστάσεων και να εμπεδώνεται
το αίσθημα ευνομίας και ασφάλειας στους πολίτες.
-Την
απλοποίηση, αναμόρφωση και κωδικοποίηση των κείμενων διατάξεων της εργατικής
νομοθεσίας, οι οποίες εντοπίζονται διάσπαρτες σε πλείστες και διαφορετικές
πηγές δικαίου, δίνοντας έμφαση και προτεραιότητα στη ρύθμιση των ευέλικτων
μορφών απασχόλησης που τείνουν να απορυθμίσουν της αγορά εργασίας και να τη
μετατρέψουν σε εργασιακή ζούγκλα.
-Τέλος,
το σύστημα της Επιθεώρησης Εργασίας μπορεί να ολοκληρωθεί και με τη σύσταση
Εργατοδικείων, στα πρότυπα του
Βελγικού Συστήματος Απονομής της Δικαιοσύνης, όπου υφίστανται πρωτοβάθμια Εργατοδικεία, τα οποία είναι
αρμόδια για κοινωνικές υποθέσεις: κοινωνική ασφάλιση (συντάξεις, ανεργία...),
συγκρούσεις στις σχέσεις εργασίας (συμβάσεις εργασίας, εργασιακές ρυθμίσεις...)
και εργατικά ατυχήματα. Ενώπιον των εργατοδικείων, καθήκοντα εισαγγελικής αρχής
ασκεί ο Επιθεωρητής Εργασίας,
επικουρούμενος από τους προϊσταμένους αναπληρωτές και τους αναπληρωτές του, οι
οποίοι ασκούν τα καθήκοντά τους και ενώπιον του πλημμελειοδικείου και του
πταισματοδικείου ή των πταισματοδικείων σε ποινικές υποθέσεις αρμοδιότητάς τους
(auditeur du travai).
Κυρίες
και κύριοι,
Κάθε
πολιτεία που θέλει να είναι ευνομούμενη οφείλει να επενδύσει σε ισχυρούς
ελεγκτικούς μηχανισμούς. Ιδίως σε συνθήκες φιλελεύθερης οικονομίας, που διάγει
το οικονομικό γίγνεσθαι της χώρας μας στην παρούσα χρονική περίοδο. Η επένδυση
στο Σ.ΕΠ.Ε, με βασικούς άξονες την υλοποίηση των προϋποθέσεων που αναφέρθηκαν,
είναι βέβαιο ότι θα επιφέρει πολλαπλάσια αντισταθμιστικά οφέλη. Γι’ αυτό από
την πρώτη στιγμή υποστηρίξαμε ότι το ΣΕΠΕ έπρεπε να εξαιρεθεί από τις
απομειώσεις των οργανικών του μονάδων και τη διαθεσιμότητα. Δυστυχώς δεν υπήρξε
ανάλογη πολιτική βούληση.
Οι
Επιθεωρητές Εργασίας από την πλευρά μας προσφέρουμε την εργασιακή εμπειρία και
επιστημονική μας γνώση και ενώνουμε τις δυνάμεις μας σε κάθε θετική προσπάθεια
που πρόκειται να απογειώσει το Σώμα και θα προσφέρει στην ελληνική κοινωνία ένα
σύγχρονο, ανεξάρτητο, ευέλικτο και αποδοτικό σύστημα Επιθεώρησης Εργασίας που
έχει ανάγκη και της αξίζει.